απονιψίδι

απονιψίδι
το
βλ. απόνιμμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απονιψίδι — το ιού, το ακάθαρτο νερό που μένει ύστερα από το νίψιμο: Τι τα φυλάς τα απονιψίδια, χύσ τα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”